Ἰφιγενείας

Ἰφιγενείας
Ἰφιγενείᾱς , Ἰφίγενεια
fem acc pl
Ἰφιγενείᾱς , Ἰφίγενεια
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἰφιγενείᾱς , Ἰφιγενεία
fem acc pl
Ἰφιγενείᾱς , Ἰφιγενεία
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἰφιγενείᾱς , ἰφιγένεια
strong-born
fem acc pl
Ἰφιγενείᾱς , ἰφιγένεια
strong-born
fem gen sg (attic doric aeolic)
Ἰφιγενείᾱς , ἰφιγένεια
strong-born
fem acc pl
Ἰφιγενείᾱς , ἰφιγένεια
strong-born
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Αγαμέμνων — I Μυθικός βασιλιάς των Μυκηνών και αρχιστράτηγος των Ελλήνων στον πόλεμο εναντίον της Τροίας. Κατά τα Κύπρια Έπη,που αποτελούν μέρος του επικού κύκλου και αναφέρονται στα προ της Ιλιάδος περιστατικά, ο Α., για να εξευμενίσει τη θεά Αρτέμιδα, που… …   Dictionary of Greek

  • Ευστρατιάδης, Αυρήλιος — (Θεσσαλονίκη 1926 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύθηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας… …   Dictionary of Greek

  • Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος …   Википедия

  • ανθρωποθυσία — Πανάρχαιο έθιμο προσφοράς ανθρώπων στους θεούς. Συνηθιζόταν από τους περισσότερους λαούς και βασιζόταν στις διάφορες δοξασίες και δεισιδαιμονίες τους, και κυρίως στην πίστη τους ότι ο άνθρωπος εξαρτάται από κάποια ανώτερη δύναμη. Οι α. γίνονταν… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • Αττικής, νομός — Ο ν.Α. προήλθε από τη συγχώνευση των μέχρι τότε δύο νομών Αττικής και Πειραιώς (1972). Έχει έκταση 3.808 τ. χλμ., συνορεύει με τους νομούς Ευβοίας, Βοιωτίας και Κορινθίας και περιλαμβάνει 91 δήμους και 33 κοινότητες (2001). Με τον νόμο 1599/86, ο …   Dictionary of Greek

  • Αυλίδα — Αρχαία κωμόπολη της Βοιωτίας και σημαντικό λιμάνι του Ευβοϊκού κόλπου. Εκεί είχε γίνει η θυσία της Ιφιγένειας, κόρης του Αγαμέμνονα, για να εξευμενιστεί η Άρτεμη και να μπορέσει έτσι ο στόλος των Αχαιών, που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι της… …   Dictionary of Greek

  • Βεργή, Έλσα — (Αθήνα 1921 – 1980). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών, στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο) και στο πανεπιστήμιο του Γέιλ (ΗΠΑ). Κατά το χρονικό διάστημα 1940 57 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, ερμηνεύοντας με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”